- ἐνυφίσταται
- ἐν-ὑφίστημιplacepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενυφίσταμαι — (Α) 1. υφίσταμαι, υπάρχω κάπου («πάντα τὰ γινόμενα ἐν τῷ ἑνί τε καὶ σύμπαντι... ἅμα ἐνυφίσταται», Μ. Αυρ.) 2. υπομένω … Dictionary of Greek